Πολύ πιθανή είναι πλέον η απομάκρυνση των δύο οικονομικών εισαγγελέων Γρ. Πεπόνη και Σπ. Μουζακίτη.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, ζήτησε να συγκληθεί το
Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και να κρίνει αν θα πρέπει να παραμείνουν
στη θέση τους οι δύο εισαγγελείς, καθώς μετά από δύο έρευνες δεν
τεκμηριώθηκαν οι καταγγελίες τους για παρεμβάσεις στο έργο τους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφασίσει τις επόμενες ημέρες για το αν θα αντικαταστήσει τελικά τους δύο εισαγγελείς.
Οι κκ Μουζακίτης και Πεπόνης οδηγήθηκαν σε μετωπική με το υπουργείο Δικαιοσύνης, όταν
υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους καταγγέλλοντας πολιτικές πιέσεις.
Κατηγορήθηκαν ότι πλήττουν το κύρος της Δικαιοσύνης, ενώ στη συνέχεια ανακάλεσαν τις παραιτήσεις τους
και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Ο Σ. Μουζακίτης την επόμενη ημέρα
άφησε αιχμές για τη βιασύνη να κλείσει η υπόθεση και ακολούθησε νέα έρευνα.
Τελικά δεν προέκυψε από την έρευνα του Αρείου Πάγου, ότι υπήρξαν πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο των δύο οικονομικών εισαγγελέων.
Τις τελευταίες ημέρες ο Γρ. Πεπόνης συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τα πυρά του
ΠΑΣΟΚ, όταν
διαβίβασε την υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ στον Άρειο Πάγο, ώστε να εξεταστεί αν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες.
Ο
κ. Πεπόνης φαίνεται ότι "σκόνταψε" σε πολιτικά πρόσωπα και συγκεκριμένα
τον τέως πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου και τον τέως υπουργό Οικονομικών
Γιώργο Παπακωνσταντίνου.
Ολόκληρη η επιστολή Παπαϊωάννου
Προς Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο
«Παρακαλούμε
όπως αποφασίσετε για την αντικατάσταση ή μη του Εισαγγελέα Οικονομικού
Εγκλήματος, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών κ. Γρηγόριου Πεπόνη του Ζήκου
και του αναπληρωτή του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών κ. Σπυρίδωνα
Μουζακίτη του Θεοδώρου για τους εξής λόγους:
1.
Οι ανωτέρω Αντεισαγγελείς Εφετών, με το από 28-12-11 έγγραφο τους,
ζήτησαν την αντικατάστασή τους από τις προαναφερθείσες θέσεις που είχαν
τοποθετηθεί μετά από την υπ’ αριθμ. 63/2011 απόφαση σας και την έκδοση
του από 31-5-2011 Π. Δ/τος (Γ’ 388). Σημειωτέον ότι οι ίδιοι
χαρακτήρισαν το έγγραφο αυτό ως παραίτηση και προβάλλουν ως λόγους τα
εξής:
«Με το σχέδιο νόμου που πρόκειται να κατατεθεί και μας
κοινοποιήθηκε, όλως προφασιστικά και με δήθεν επιχειρήματα ως
αιτιολογία, επιχειρείται η αντικατάστασή μας και η απαλλαγή από την
παρουσία μας…»,
«… δεν δεχόμαστε να είμαστε Εισαγγελείς υπό
απαγόρευση και καθ’ υπαγόρευση, πολλώ μάλλον δε δεν δεχόμαστε να
αποτελέσωμε ένα άλλοθι και μία θεσμική κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα
πολυποίκιλλα οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές
τους, που δραστηριοποιούνται και αναπτύσσονται στην γκρίζα ζώνη του
Οικονομικού Εγκλήματος…».
2. Είναι σαφές ότι με το έγγραφο τους αυτό:
α) Αμφισβητούν την από το Σύνταγμα κατοχυρωμένη αρμοδιότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας της εκτελεστικής εξουσίας,
β)
Αμφισβητούν την παροχή δυνατότητας άσκησης των καθηκόντων του
Οικονομικού Εισαγγελέα από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και θεωρούν
την σχετική θεσμική πρόταση ως προσβολή στο πρόσωπό τους και ως
«επιχείρηση απαλλαγής από την παρουσία τους».
Με την από 29-12-11
εντολή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννης Τέντες ζήτησε από
τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Φώτη Μακρή να ερευνήσει επειγόντως
τους λόγους για τους οποίους οι δύο συγκεκριμένοι Αντεισαγγελείς Εφετών
δήλωσαν ότι «παραιτούνται» και κυρίως να διευκρινίσουν οι ίδιοι τι
εννοούν λέγοντας ότι «δεν δεχόμαστε να είμαστε εισαγγελείς υπό
απαγόρευση και καθ΄ υπαγόρευση».
3. Ακολούθησε
θύελλα δημοσιευμάτων με καταιγισμό υποθέσεων και ονομάτων που δήθεν
παρεμπόδιζαν το έργο τους. Τους ζητήθηκε από τον Αντεισαγγελέα του
Αρείου Πάγου κ. Φώτη Μακρή να δώσουν τις αναγκαίες διευκρινήσεις και
στοιχεία.
Στο σχετικό υπόμνημά τους δεν έδωσαν στοιχεία και
περιορίστηκαν ουσιαστικώς στη φράση «δεν θα χαθούμε σε δυσώδεις ατραπούς
ονοματολογίας, αναλισκόμενοι σε ενασχόληση με το αυτονόητο και
πασίδηλο, δυστυχώς, της νεοελληνικής πραγματικότητος».
4.
Μετά από αυτό ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου έθεσε την υπόθεση στο
αρχείο με την 5479Α/30-12-11 αναφορά του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου κρίνοντας τη συγκεκριμένη ενέργεια τους «παρορμητική» και ότι «δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε παρέμβαση στο έργο τους από οποιονδήποτε».
5. Με
νεώτερες δηλώσεις τους οι δύο εισαγγελικοί λειτουργοί εξέφρασαν
δημόσια την αμφισβήτησή τους για την πράξη του Αντεισαγγελέα του Αρείου
Πάγου κ. Φώτη Μακρή να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Μεταβάπτισαν το
αρχικό τους υπόμνημα που φέρει τις υπογραφές τους, σε πρόχειρο σημείωμα
και ζήτησαν να ανακληθεί η σχετική πράξη αρχειοθέτησης. Υποσχέθηκαν,
δημόσια, με δηλώσεις και συνεντεύξεις τους, ότι στο νέο τους υπόμνημα
θα αναφέρουν ονόματα και θα προσκομίσουν στοιχεία, «για τα πολυποίκιλα
οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές τους» που τους
εμποδίζουν στο έργο τους.
6. Ακολούθως, ο
Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Φώτης Μακρής ζήτησε συμπληρωματικές
επεξηγήσεις και εξέτασε ως μάρτυρες πέντε δικαστικούς λειτουργούς για
την πληρέστερη έρευνα της υπόθεσης.
Είναι χαρακτηριστικό:
α) ότι
ούτε ένας δικαστικός λειτουργός δεν επιβεβαίωσε τους βαρύτατους
υπαινιγμούς των δύο Αντεισαγγελέων ως προς δήθεν παρεμβάσεις στο έργο
τους.
β) Αλλά, ούτε και οι ίδιοι ανέφεραν ή
προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να συνιστούν
ουσιαστική παρέμβαση στο έργο τους.
7. Με την
από 19-2-12 πορισματική αναφορά του ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ.
Φώτης Μακρής, κατέληξε ότι η αρχική δήλωση τους για «παραίτηση» και
αντικατάσταση «αποτελεί αυθόρμητη εκδήλωση για τη μελετώμενη νομοθετική
κατάργησή τους», όπως φυσικά οι ίδιοι ισχυρίζονται.
Στο σκεπτικό της ίδιας αναφοράς αναγνωρίζεται ότι είναι καθ’ όλα νόμιμες:
α)
Συστάσεις για την κατά απόλυτη προτεραιότητα περάτωσης υποθέσεων
εξαιρετικής σημασίας, που έγιναν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου,
τον Επόπτη των Οικονομικών Αντεισαγγελέων κ. Ν. Παντελή καθώς και από
εμένα με την ιδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια συνάντησης μας που έγινε με δική
τους αποκλειστικά πρωτοβουλία στις 19 Ιουλίου 2011.
β) Συμβουλές των ιεραρχικώς προϊσταμένων τους σε ότι αφορά τον τρόπο διεξαγωγής του έργου τους.
Κυρία Πρόεδρε, Κύριοι Δικαστές,
Η
αντιμετώπιση της διαφθοράς στη δημόσια ζωή και στην οικονομία
αποτελεί, πλέον, εθνική προτεραιότητα. Η καταπολέμηση της συνιστά
αδιαπραγμάτευτο στόχο, για όλες τις συνταγματικά κατοχυρωμένες
λειτουργίες και θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατικής Πολιτείας. Θεωρώ
κρίσιμο σταθμό την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη δημιουργία
του νέου θεσμού του οικονομικού εισαγγελέα. Η εθνική αυτή προσπάθεια δεν
μπορεί να αποδυναμώνεται από «γκρίζες», νεφελώδεις και ατεκμηρίωτες
καταγγελίες για πρόσωπα και συμφέροντα που δήθεν παρεμποδίζουν τις
προσπάθειες αναζήτησης της αλήθειας. Στο βαθμό που υπάρχουν, το χρέος
αναζήτησης και καταλογισμού των ευθυνών ανήκει αποκλειστικά στην ίδια τη
Δικαιοσύνη.
Θέτω υπόψη σας όλα τα παραπάνω, μαζί με τα έγγραφα
που έχω στη διάθεση μου, και παρακαλώ να τεθούν υπόψη των μελών του
Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης
και σε περίπτωση που αποφασίσετε θετικά, να ορίσετε δύο νέους
Αντεισαγγελείς Εφετών με αρμοδιότητα την έρευνα του Οικονομικού
Εγκλήματος, οι οποίοι θα μπορούν να διεκπεραιώσουν το σημαντικό και
πολύτιμο αυτό έργο τους με τη νηφαλιότητα, την ανεξαρτησία, την
υπευθυνότητα και φυσικά την αξιοπιστία που απαιτούνται ως προϋποθέσεις
για την αποτελεσματική άσκηση των σχετικών καθηκόντων τους".
Ο Υπουργός
Μιλτιάδης Παπαϊωάννου