Δικαστήριο δικαίωσε διαζευγμένη μετά 36 χρόνια.
Την προίκα που έδωσε στον πρώην σύζυγό της πριν από 36 χρόνια απαίτησε δικαστικά, δεκαεννέα χρόνια μετά το διαζύγιό τους, και όχι μόνο κατόρθωσε να την πάρει πίσω με τους τόκους, αλλά προσημείωσε και την περιουσία του άνδρα της για ποσό μεγαλύτερο του μισού εκατομμύριο ευρώ.
Η γυναίκα από τα Γρεβενά, μητέρα ενός κοριτσιού, δικαιώθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Γρεβενών, όπου προσέφυγε με αγωγή κατά του πρώην συζύγου της για αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Προηγούμενη αγωγή της, με την οποία απαιτούσε πίσω το χρηματικό ποσό που είχε δώσει στον σύζυγό της ως προίκα δύο χρόνια μετά τον γάμο τους, είχε απορριφθεί ως αόριστη, καθώς ως προικοδότρια δεν είχε, κατά το γράμμα του νόμου, υπογράψει το αναγκαίο συμβολαιογραφικό έγγραφο, ελλείψει του οποίου η σύμβαση της προίκας ήταν άκυρη.
Η προξενήτρα
Σημαντικό ρόλο στη δικαίωση της γυναίκας έπαιξαν διάφορες έγγραφες αποδείξεις για την παροχή της χρηματικής προίκας, παλαιότερα δικόγραφα με τα οποία απαιτούσε την επιστροφή της, αλλά και η μαρτυρία της προξενήτρας που είχε μεσολαβήσει στο συνοικέσιο, μπροστά στην οποία είχε ζητηθεί και συμφωνηθεί η προίκα. Μάλιστα ο ρόλος της προξενήτρας ήταν καταλυτικός, καθώς όταν η προίκα δόθηκε δύο χρόνια μετά τον γάμο, ήταν παρούσα στην παράδοση και μάλιστα είχε στην κατοχή της και την απόδειξη, ένα έγγραφο που συνέταξε ιδιοχείρως ο σύζυγος, το οποίο βεβαίωνε την παράδοση της προίκας και έφερε την υπογραφή των δύο συζύγων και της ιδίας.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε με προξενιό τον Νοέμβριο του 1967. Ο γαμπρός είχε απαιτήσει προίκα πριν από τον γάμο και η επιθυμία του εκπληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1969, όταν η σύζυγός του του παρέδωσε το ποσό των 100.000 δραχμών, χρήματα που είχε συγκεντρώσει δουλεύοντας ως μοδίστρα και υφάντρα επί πολλά χρόνια. Η παράδοση της προίκας έγινε άτυπα και χωρίς να συνταχθεί το απαιτούμενο από τον νόμο συμβολαιογραφικό έγγραφο, κάτι που η γυναίκα, όπως δέχτηκε το δικαστήριο, δεν γνώριζε.
Αντίθετα, για τον σύζυγό της το δικαστήριο δέχτηκε πως, αν δεν γνώριζε ότι ο νόμος για την παροχή προίκας απαιτεί συμβολαιογραφικό έγγραφο κατά την παραλαβή της προίκας, το πληροφορήθηκε δύο μήνες αργότερα, όταν ο ίδιος ως προικοδότης υπέγραψε νομότυπη σύμβαση προίκας για την αδελφή του.
Ο σύζυγός της, που ήταν αυτοκινητιστής, αξιοποίησε τα χρήματα της προίκας αμέσως ως προκαταβολή για την αγορά φορτηγού αυτοκινήτου. Δουλεύοντας πλέον με δικό του φορτηγό κατόρθωσε να εξοφλήσει το όχημα και στη συνέχεια να χτίσει μια ολόκληρη οικοδομή με πέντε καταστήματα, δύο διαμερίσματα και υπόγειο στα Γρεβενά.
Η έγγαμη συμβίωση του ζευγαριού από την αρχή φαινόταν πως δεν ήταν αρμονική. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν το ζευγάρι απέκτησε την κόρη του. Ο σύζυγος, όπως επισημαίνεται σε εξώδικη διαμαρτυρία που του έστειλε η γυναίκα του τον Ιανουάριο του 1970, είχε εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη παίρνοντας διάφορα αντικείμενα από το σπίτι κατά το χρονικό διάστημα που αυτή απουσίαζε με το ηλικίας 14 μηνών παιδί τους.
Με το εξώδικό της η σύζυγος ζητούσε να επιστραφούν τα αντικείμενα και να της αποδοθεί το ποσό των 100.000 δρχ. που του είχε δώσει ως προίκα. Οι σχέσεις του ζευγαριού δεν αποκαταστάθηκαν τα επόμενα χρόνια, αλλά ο σύζυγος ποτέ δεν επέστρεψε την προίκα. Η οριστική ρήξη του ζευγαριού επήλθε με την αίτηση διαζυγίου που υπέβαλε ο σύζυγος τον Μάιο του 1979, και ο γάμος λύθηκε με δικαστική απόφαση έναν χρόνο αργότερα. Η γυναίκα τότε έδωσε δικαστικό αγώνα, για να ακυρώσει την απόφαση του διαζυγίου, καθώς αυτή είχε οδυνηρές συνέπειες στον ψυχισμό του ανήλικου παιδιού τους. Τελικά η υπόθεση έφθασε μέχρι τον Άρειο Πάγο και ο γάμος λύθηκε οριστικά το 1986.
Οι αγωγές όμως συνεχίστηκαν και μετά τη λύση του γάμου με αιτήματα διατροφής, καθώς η γυναίκα και η κόρη της είχαν περιέλθει σε άσχημη οικονομική κατάσταση. Η γυναίκα συνέχισε να ζητάει πίσω την προίκα που είχε δώσει, αλλά ο σύζυγος, που αναγνώρισε την υποχρέωσή του για την επιστροφή της, ποτέ δεν την επέστρεψε, καθώς γνώριζε πως η προίκα ήταν άκυρη, αφού δεν είχε συνταχθεί το απαιτούμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Βλέποντας η γυναίκα ότι η υπόθεση της επιστροφής των χρημάτων της προίκας της οδηγούνταν σε παραγραφή υπέβαλε αγωγή κατά του πρώην συζύγου της για αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Από τις 100.000 δραχμές στα 680.000 ευρώ!
Το δικαστήριο που δικαίωσε τη γυναίκα είχε έναν ακόμη σκόπελο να αντιμετωπίσει. Ήταν η αναπροσαρμογή του χρηματικού χρέους των 100.000 δραχμών που δόθηκαν το 1969 σε σημερινές τιμές. Η αναπροσαρμογή του ποσού έγινε με δύο κριτήρια, την τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας και τον τιμάριθμο.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Γρεβενών με την απόφασή του υποχρεώνει τον πρώην σύζυγο να καταβάλει το ποσό των 119.972,37 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και όλους του καθυστερούμενους τόκους από τη λύση του γάμου μέχρι την κατάθεση της αγωγής. Παράλληλα επιτρέπει στη σύζυγο να προσημειώσει την περιουσία του συζύγου της μέχρι ποσού 567.888 ευρώ.
Μπορεί ο θεσμός της προίκας να καταργήθηκε το 1983, αλλά ακόμη και σήμερα απασχολεί την ελληνική δικαιοσύνη. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ