Στη Βόρεια Ιρλανδία, στην πλατεία Guilthall του Λόντοντερι, μεταξύ των εκατοντάδων πολιτών, ξεχώριζαν τα πρόσωπα εκείνων που θρηνούν και θυμούνται ακόμη, σήμερα, τα θύματα της Ματωμένης Κυριακής. Κρατούσαν φωτογραφίες τους και ήταν εκείνοι που παρακολουθούσαν στη γιγαντοοθόνη με μεγάλη προσήλωση την ομιλία του βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον στη Βουλή, καθώς παρουσίαζε την έκθεση Σάβιλ -από το όνομα του προέδρου της αρμόδιας επιτροπής, Μάρκ Σάβιλ-για τα γεγονότα της 30ής Ιανουαρίου του 1972. Σε αυτήν την πλατεία θα κατέληγαν και οι διαδηλωτές εκείνης της μέρας.
«Αυτό που έγινε δεν θα έπρεπε ποτέ μα ποτέ να έχει συμβεί. Κάποια μέλη των ενόπλων δυνάμεών μας, ενήργησαν λανθασμένα. Γι'αυτό, εκ μέρους της κυβέρνησης, εκ μέρους της χώρας μας, λυπάμαι βαθύτατα». Αμέσως μετά τη δήλωση αυτή του Κάμερον, οι συγγενείς και φίλοι των θυμάτων ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Κανείς από αυτούς που σκοτώθηκαν τότε δεν ήταν «απειλή», όλοι ήταν άοπλοι και όλοι ήταν αθώοι είπε ο Κάμερον και συνέχισε :«Αυτό που έγινε τότε ήταν αδικαιολόγητο».
Οι ευθύνες των βρετανών στρατιωτών
Την ευθύνη, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της 12ετούς έρευνας, φέρουν αποκλειστικά οι βρετανοί στρατιώτες που άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών, οι οποίοι πραγματοποιούσαν πορεία υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας που «καίνε» τον βρετανικό στρατό : δεν είχε δοθεί προειδοποίηση στους πολίτες πριν ανοίξουν πυρ οι στρατιώτες, κανείς από τους στρατιώτες δεν είχε απαντήσει σε επίθεση με αυτοσχέδιες βόμβες ή πέτρες, κάποιοι από αυτούς που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν προσπαθούσαν να φύγουν ή να βοηθήσουν εκείνους που είχαν τραυματιστεί ή πέθαιναν, πολλοί από τους στρατιώτες είπαν ψέματα για τις πράξεις τους, κάποιοι είχαν χάσει τον αυτοέλεγχό τους...
Δεκατρείς διαδηλωτές έπεσαν νεκροί και 14 τραυματίστηκαν, ένας εκ των οποίων πέθανε αργότερα. Η μέρα εκείνη, Κυριακή, έμεινε στη συλλογική μνήμη ως η «Ματωμένη Κυριακή» του 1972.
Αυτό που έγινε τότε, συνέβαλε καθοριστικά στις εξελίξεις της εποχής, που έφεραν εθνικιστές (κυρίως Καθολικούς), οι οποίοι ήθελαν να αποσχιστεί η Βόρεια Ιρλανδία και να ενωθεί με την Ιρλανδία κατά των Ενωτικών (κυρίως Προτεσταντών), στόχος των οποίων ήταν η διατήρηση της χώρας τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ματωμένη Κυριακή οδήγησε εκατοντάδες νέους εθελοντές στους κόλπους του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού(IRA). Μόνο το 1972 500 άνθρωποι σκοτώθηκαν και η χρονιά εκείνη έμεινε ως η πλέον αιματηρή του Βορειοιρλανδικού μετώπου, με τον IRA να στρέφεται κατά των βρετανικών αρχών και κατά των ένοπλων δυνάμεων των Ενωτικών.
Για την έρευνα είχε δεσμευτεί ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ, όταν προσπαθούσε να διασφαλίσει τη συναίνεση των Ενωτικών στην ειρηνευτική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής (1998) που ακολούθησε. Ήταν πάντως η πλέον δαπανηρή δημόσια έρευνα για τις βρετανικές αρχές και κόστισε 200 εκατομμύρια στερλίνες.
Σήμερα, κάποιοι φοβούνται ότι ίσως η έρευνα αυτή να ανοίξει παλιές πληγές. Να στραφούν δηλαδή οικογένειες θυμάτων κατά των στρατιωτών, κλονίζοντας τις ευαίσθητες ισορροπίες στην περιοχή. Για άλλους, όμως, ήταν απαραίτητη για λόγους κυρίως ηθικούς. Κάτι σαν απονομή δικαιοσύνης, που ήρθε έστω και αργά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!