Ειδικότερα, πενηντάχρονη εργάτρια αλλαντοποιίας στη Βόρεια Ελλάδα προσελήφθη το 1993 στο τμήμα παραγωγής και εν συνεχεία απασχολήθηκε σε διάφορες θέσεις μέσα στην ίδια επιχείρηση. Τον Απρίλιο του 2008 ζητήθηκε από την εργαζομένη να απασχοληθεί επιπρόσθετα και παράλληλα με τον καθαρισμό των χώρων άλλης επιχείρησης του ιδίου ομίλου μέχρι να προσληφθεί καθαρίστρια. Η εργαζομένη αντέδρασε έντονα και αρνήθηκε την παράλληλη απασχόληση. Όμως οι πιέσεις από την εργοδοτική πλευρά συνεχίστηκαν. Τον Ιούνιο του 2008 ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης την κάλεσε στο γραφείο του και της ζήτησε πάλι να εργάζεται παράλληλα στην δεύτερη επιχείρηση του ομίλου. Μάλιστα, ο εκπρόσωπος της επιχείρησης της ζήτησε επιτακτικά να συμμορφωθεί, την απείλησε ότι αν δεν υπακούσει θα απολυθεί και την εξύβρισε. Λόγω της εντάσεως υπό την οποία έγινε η παραπάνω συνάντηση, η εργαζομένη, μετά την αποχώρησή της από το γραφείο του νόμιμου εκπροσώπου, πήγε στην κουζίνα και αφού πήρε ένα μαχαίρι αυτοτραυματίσθηκε με αυτό στο αριστερό της χέρι, κόβοντας, στο εσωτερικό του βραχίονα, τις φλέβες της, στο ύψος αμέσως μετά τον καρπό. Μετά τον τραυματισμό της μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου έγινε συρραφή του τραύματός της και εξήλθε, ενώ έλαβε αναρρωτική άδεια δύο μηνών.
Μετά την δίμηνη αναρρωτική άδεια, τον Αύγουστο του 2008 η εργαζομένη επέστρεψε στην επιχείρηση και τρεις μήνες μετά καταγγέλθηκε η εργασιακή της σύμβαση. Ο Άρειος Πάγος επικύρωσε εφετειακή απόφαση που είχε δεχθεί ότι οι συνθήκες εργασίας ήταν εκτάκτως δυσχερείς και ασυνήθιστες και είχαν προκαλέσει υπέρμετρη καταπόνηση του οργανισμού αυτής, η οποία είχε πολλές φορές διαμαρτυρηθεί για τις συνθήκες αυτές, χωρίς όμως να δίνεται λύση στο πρόβλημά της. «Η συνεχής δε πίεση για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η απαίτηση του εργοδότη για αύξηση του όγκου της εργασίας της, με την ανάθεση και άλλης εργασίας σε διαφορετικό μάλιστα εργοδότη, η επιμονή του προς τούτο και η απειλητική και εξυβριστική συμπεριφορά του, προκάλεσαν την ψυχολογική και νευρική κατάπτωση της εργαζομένης, εν όψει μάλιστα και του κινδύνου που αντιμετώπιζε να απολέσει την εργασία της σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της απειλής, αφού ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να αντεπεξέλθει στην εκτέλεση όλων των καθηκόντων της, της οικονομικής ανάγκης που είχε για την εργασία της και τις εξ αυτής αποδοχές και της αδυναμίας της ή τουλάχιστον της μεγάλης δυσχέρειας εξευρέσεως άλλης εργασίας λόγω του ότι ήταν 50 ετών, με αποτέλεσμα, μη έχοντας την ικανότητα να αποφασίσει λογικά, να δημιουργηθούν σε αυτήν τάσεις αυτοκαταστροφής και να προβεί στον αυτοτραυματισμό της».
Κατόπιν αυτών το Εφετείο, όπως και ο Άρειος Πάγος, έκρινε ότι το ατύχημα της εργαζομένης, ανεξάρτητα αν οφειλόταν σε εκούσια πράξη της, αποτελεί εργατικό ατύχημα. Και αυτό γιατί επήλθε από αιφνίδιο και βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας της εργαζομένης και εξ αφορμής αυτής, το οποίο δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία της και την εκτέλεσή της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις. Επομένως, σύμφωνα με τους δικαστές, η εργαζομένη δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το εργατικό ατύχημα. Τέλος, η απόλυσή της κρίθηκε άκυρη ως καταχρηστική, καθώς έγινε από λόγους εκδίκησης, οφειλομένους στην μη αρεστή συμπεριφορά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!